- βοοειδής
- -ές (AM βοοειδής, -ές)(για ζώα) αυτός που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το βόδινεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τα βοοειδήαρτιοδάκτυλα θηλαστικά μηρυκαστικά χωρίς κοπτήρες και κυνόδοντες στην άνω σιαγόνα και με μόνιμα κοίλα κέρατα στο μέτωπο.
Dictionary of Greek. 2013.